- κουνάω
- κουνάω (σπάν. κουνώ), κούνησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλαφροκουνώ — κουνάω ελαφρά, λίγο, μόλις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + κουνώ] … Dictionary of Greek
ανακουνώ — ( άω) ανακινώ, αναταράζω, κουνάω παλινδρομικά (την κούνια τού παιδιού), λικνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κουνώ. ΠΑΡ. ανακούνημα] … Dictionary of Greek
αργαλεύω — 1. κουνάω 2. ανακατεύω ψάχνοντας 3. δημιουργώ ζητήματα στους άλλους … Dictionary of Greek
βαβαλίζω — (Α βαυβαλίζω, Μ βαβαλίζω) [βαυβώ] κουνάω το μωρό και σιγοτραγουδάω για να κοιμηθεί, νανουρίζω νεοελλ. περιποιούμαι … Dictionary of Greek
κουνώ — άω (Μ κουνῶ, άω) κινώ, σείω, ταλαντεύω κάτι («κουνώ το δέντρο») νεοελλ. 1. μετατοπίζομαι («δεν τό κουνάω από δω») 2. κλυδωνίζομαι («το πλοίο κουνάει») 3. μετατοπίζω κάτι, μετακινώ, αλλάζω θέση («μην κουνήσεις τίποτε από δω μέσα») 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
λυγιέμαι — βλ. πίν. 173 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: λυγιέμαι : δεν αποτελεί παθητικό του λυγάω, αλλά έχει μόνο την ειδική έννοια → κουνάω, λυγίζω ρυθμικά το σώμα μου (σε χορό κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουνώ — και κουνάω κούνησα, κουνήθηκα, κουνημένος 1. κινώ, σαλεύω, σείω: Όταν μιλάς, να μην κουνάς τα χέρια σου. 2. μετατοπίζω, μετακινώ: Μην κουνηθείτε καθόλου. 3. το μέσ., κουνιέμαι μετακινούμαι, προχωρώ στην εργασία μου, κάνω γρήγορα: Τώρα κουνιέται… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)